- ἀπατιμάω
- ἀπᾰτῑμ-άω,A dishonour greatly,
ἀπητίμησε Il.13.113
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπητίμησε Il.13.113
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπητίμησε — ἀπητί̱μησε , ἀπατιμάω dishonour greatly aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπητίμησεν — ἀπητί̱μησεν , ἀπατιμάω dishonour greatly aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)